- σφριγανός
- σφρῐγ-ᾰνός, ή, όν,A plump, fresh, Hp. ap. Tim.Lex.; σφριγανωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς v.l. in Theoc.11.21; = ἰσχυρὸς καὶ στερεός, Sch.A.R. 3.1258; puffy,
ὁ ὠχρὸς σ. ἐστι ταῖς σαρξὶ καὶ περίκομος Poll.4.137
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.